- μετωποσκόπος
- μετωποσκόποςobserving the foreheadmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετωποσκόπος — ο (Α μετωποσκόπος) αυτός που μπορεί να διαγνώσει τον χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση τού μετώπου και τών ρυτίδων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. μετεωρο σκόπος, ονειρο σκόπος] … Dictionary of Greek
metoposcopia — (Del gr. metopon, frente + skopeo , mirar.) ► sustantivo femenino OCULTISMO Adivinación del futuro mediante la examinación de las líneas de la cara. * * * metoposcopia (del gr. «metōposkópos», fisonomista) f. Adivinación del porvenir por las… … Enciclopedia Universal
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek
μετωποσκοπία — η [μετωποσκόπος] η τέχνη τής διάγνωσης τού χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση τού μετώπου ή και τών ρυτίδων του ή γενικά τής έκφρασης τού προσώπου, αλλ. μετωπομαντεία … Dictionary of Greek
μετωποσκοπικός — ή, ό (Α μετωποσκοπικός, ή, όν) [μετωποσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετωποσκοπία ή στον μετωποσκόπο («μετωποσκοπική μαντεία», Ιππόλ.) … Dictionary of Greek
metoposcopia — (Del gr. μετωποσκόπος, fisonomista, y ia). f. Arte de adivinar el porvenir por las líneas del rostro … Diccionario de la lengua española